- ἠιόεις
- ἠιόειςhaunting the shoremasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηιόεις — ἠϊόεις, εσσα, εν (Α) 1. (πιθ. ερμην.) αυτός που έχει ψηλές, απότομες όχθες («καθεῑσεν ἐπ ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει πολλά καλάμια, πλούσιος σε καλαμιώνες 3. πιθ. λιβάδι 4. αυτός που βρίσκεται ή που έρχεται κοντά στην ακτή.… … Dictionary of Greek
ἠιόεν — ἠιόεις haunting the shore masc voc sg ἠιόεις haunting the shore neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠιόεντα — ἠιόεις haunting the shore neut nom/voc/acc pl ἠιόεις haunting the shore masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠιόεντι — ἠιόεις haunting the shore masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾐόεις — ἠιόεις haunting the shore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… … Dictionary of Greek